αὐτοδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=au)todih/ghtos | |Beta Code=au)todih/ghtos | ||
|Definition=ον, [[narrated in the first person]], opp. dialogue, <span class="bibl">D.L.9.111</span>. | |Definition=ον, [[narrated in the first person]], opp. dialogue, <span class="bibl">D.L.9.111</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘[[en forma de diálogo]]’ ἑρμηνεία D.L.9.111. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτοδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξιστορείται σε πρώτο [[πρόσωπο]]. | |mltxt=[[αὐτοδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξιστορείται σε πρώτο [[πρόσωπο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.
Spanish (DGE)
-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
German (Pape)
[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.
Greek Monolingual
αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.