ἀλληγορητής: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)llhgorhth/s | |Beta Code=a)llhgorhth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[allegorical expounder]], <span class="bibl">Eust.123.32</span>.</span> | |Definition=οῦ, ὁ, [[allegorical expounder]], <span class="bibl">Eust.123.32</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br />[[que explica por alegorías]], [[alegorista]] Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλληγορητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς [[ἀλληγορικός]], Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. -ητῶν. | |lstext='''ἀλληγορητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς [[ἀλληγορικός]], Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, [[ἔνθα]] ὁ Δινδ. -ητῶν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αλληγοριστής]], ο (Α ἀληγορητής) [[ἀλληγορῶ]]<br />αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει [[κάτι]] αλληγορικά. | |mltxt=και [[αλληγοριστής]], ο (Α ἀληγορητής) [[ἀλληγορῶ]]<br />αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει [[κάτι]] αλληγορικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, allegorical expounder, Eust.123.32.
Spanish (DGE)
-οῦ
que explica por alegorías, alegorista Thdt.M.80.137D, Procop.Gaz.M.87.220A, cf. Eust.123.32.
German (Pape)
[Seite 102] ὁ, allegorischer Erklärer; μύθων, heißt Palaephatus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληγορητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀλληγορικῶς ἑρμηνεύων, ἑρμηνευτὴς ἀλληγορικός, Θεοδώρητ., Εὐστ.: - ἀλληγοριστῶν, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 271Α, ἔνθα ὁ Δινδ. -ητῶν.
Greek Monolingual
και αλληγοριστής, ο (Α ἀληγορητής) ἀλληγορῶ
αυτός που παριστάνει ή ερμηνεύει κάτι αλληγορικά.