ἀλλοτριοπράγμων: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)llotriopra/gmwn | |Beta Code=a)llotriopra/gmwn | ||
|Definition=ον, [[meddlesome]], AB81. | |Definition=ον, [[meddlesome]], AB81. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[entrometido]], <i>AB</i> 81. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοτριοπράγμων''': -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[περίεργος]], Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β. | |lstext='''ἀλλοτριοπράγμων''': -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, [[περίεργος]], Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλλοτριοπράγμων]] (-ονος), -ον (Α)<br />αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο [[περίεργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλλοτριοπραγμοσύνη</i>]. | |mltxt=[[ἀλλοτριοπράγμων]] (-ονος), -ον (Α)<br />αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο [[περίεργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλότριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀλλοτριοπραγμοσύνη</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, meddlesome, AB81.
Spanish (DGE)
-ον entrometido, AB 81.
German (Pape)
[Seite 106] ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπράγμων: -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, περίεργος, Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β.
Greek Monolingual
ἀλλοτριοπράγμων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο περίεργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πράγμων < πρᾶγμα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγμοσύνη].