ἀμεμψίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)memyi/moiros
|Beta Code=a)memyi/moiros
|Definition=ον, [[not complaining of one's lot]], Teles<span class="bibl">p.56.2H.</span>, <span class="bibl">M.Ant.5.5</span>.
|Definition=ον, [[not complaining of one's lot]], Teles<span class="bibl">p.56.2H.</span>, <span class="bibl">M.Ant.5.5</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se queja de su suerte]] Teles p.56.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la aceptación del propio destino]] M.Ant.5.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.
|lstext='''ἀμεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se queja de su suerte]] Teles p.56.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la aceptación del propio destino]] M.Ant.5.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμεμψίμοιρος]], -ον (Α) [[μεμψίμοιρος]]<br />αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη [[μοίρα]] του, δεν παραπονιέται για την [[τύχη]] του, [[γενναιόκαρδος]], [[καρτερικός]].
|mltxt=[[ἀμεμψίμοιρος]], -ον (Α) [[μεμψίμοιρος]]<br />αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη [[μοίρα]] του, δεν παραπονιέται για την [[τύχη]] του, [[γενναιόκαρδος]], [[καρτερικός]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμψίμοιρος Medium diacritics: ἀμεμψίμοιρος Low diacritics: αμεμψίμοιρος Capitals: ΑΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: amempsímoiros Transliteration B: amempsimoiros Transliteration C: amempsimoiros Beta Code: a)memyi/moiros

English (LSJ)

ον, not complaining of one's lot, Telesp.56.2H., M.Ant.5.5.

Spanish (DGE)

-ον
que no se queja de su suerte Teles p.56.2
subst. τὸ ἀ. la aceptación del propio destino M.Ant.5.5.

German (Pape)

[Seite 122] nicht unzufrieden mit seinem Geschick, M. Ant. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμψίμοιρος: -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.

Greek Monolingual

ἀμεμψίμοιρος, -ον (Α) μεμψίμοιρος
αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός.