ἀνακαμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nakamptiko/s | |Beta Code=a)nakamptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[returning]], διαυλωνισμός <span class="bibl">Eust.1107.63</span>. | |Definition=ή, όν, [[returning]], διαυλωνισμός <span class="bibl">Eust.1107.63</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[que da la vuelta]], [[διαυλωνισμός]] Eust.1107.64. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακαμπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107. | |lstext='''ἀνακαμπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀνακαμπτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακάμπτω]]<br />αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει [[κάμψη]]. | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀνακαμπτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακάμπτω]]<br />αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει [[κάμψη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, returning, διαυλωνισμός Eust.1107.63.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que da la vuelta, διαυλωνισμός Eust.1107.64.
German (Pape)
[Seite 191] umbiegend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνακάμπτων, Εὐστ. Ἰλ. σ. 1107.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀνακαμπτικός, -ή, -όν) ἀνακάμπτω
αυτός που επιφέρει ή επαναφέρει κάμψη.