ἀποδεικτέον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)podeikte/on
|Beta Code=a)podeikte/on
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must show]], [[proue]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>245b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[one must make]] one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span> 7</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one must show]], [[proue]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>245b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dupl. acc., [[one must make]] one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span> 7</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que demostrar]] ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.<i>Phdr</i>.245b.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[hay que hacer]] σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.<i>Vit.Auct</i>.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποδείκνυμι]], πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7
|lstext='''ἀποδεικτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποδείκνυμι]], πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que demostrar]] ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.<i>Phdr</i>.245b.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[hay que hacer]] σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.<i>Vit.Auct</i>.7.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεικτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀποδεικνύω</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποδείξει.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποδεικτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀποδεικνύω</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποδείξει.<br /><b class="num">2.</b> με [[διπλή]] αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει [[τέτοιος]] ή [[τέτοιος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 13:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεικτέον Medium diacritics: ἀποδεικτέον Low diacritics: αποδεικτέον Capitals: ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΟΝ
Transliteration A: apodeiktéon Transliteration B: apodeikteon Transliteration C: apodeikteon Beta Code: a)podeikte/on

English (LSJ)

A one must show, proue, Pl.Phdr.245b. 2 c. dupl. acc., one must make one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct. 7.

Spanish (DGE)

1 hay que demostrar ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.Phdr.245b.
2 c. ac. hay que hacer σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποδείκνυμι, πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7

Greek Monotonic

ἀποδεικτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδεικνύω·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδείξει.
2. με διπλή αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει τέτοιος ή τέτοιος, σε Λουκ.