ἀπαιώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)paiw/rhma
|Beta Code=a)paiw/rhma
|Definition=ατος, τό, [[holder]] for splints in surgical apparatus, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>30</span>.
|Definition=ατος, τό, [[holder]] for splints in surgical apparatus, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>30</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[soporte]] de las varillas para entablillar una fractura, Hp.<i>Fract</i>.30<br /><b class="num">•</b>en gener. ἑτέρου τινός Dam.<i>Pr</i>.100.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιώρημα''': -ατος, τό, χειρουργικὴ [[ταινία]] κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους [[ὅπως]] βαστάζῃ [[μέλος]] τοῦ σώματος τεθλασμένον, [[ἀρτάνη]], Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ [[κρέμασμα]], κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.
|lstext='''ἀπαιώρημα''': -ατος, τό, χειρουργικὴ [[ταινία]] κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους [[ὅπως]] βαστάζῃ [[μέλος]] τοῦ σώματος τεθλασμένον, [[ἀρτάνη]], Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ [[κρέμασμα]], κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[soporte]] de las varillas para entablillar una fractura, Hp.<i>Fract</i>.30<br /><b class="num">•</b>en gener. ἑτέρου τινός Dam.<i>Pr</i>.100.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαιώρημα]], το (Α)<br />ορθοπεδική [[ταινία]] η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο [[χέρι]], [[είδος]] νάρθηκα.
|mltxt=[[ἀπαιώρημα]], το (Α)<br />ορθοπεδική [[ταινία]] η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο [[χέρι]], [[είδος]] νάρθηκα.
}}
}}

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιώρημα Medium diacritics: ἀπαιώρημα Low diacritics: απαιώρημα Capitals: ΑΠΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: apaiṓrēma Transliteration B: apaiōrēma Transliteration C: apaiorima Beta Code: a)paiw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, holder for splints in surgical apparatus, Hp.Fract.30.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. soporte de las varillas para entablillar una fractura, Hp.Fract.30
en gener. ἑτέρου τινός Dam.Pr.100.

German (Pape)

[Seite 275] τό, das Herabhangende, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιώρημα: -ατος, τό, χειρουργικὴ ταινία κρεμαμένη ἐκ τοῦ λαιμοῦ ἢ ἐξ ἄλλου μέρους ὅπως βαστάζῃ μέλος τοῦ σώματος τεθλασμένον, ἀρτάνη, Ἱππ. 771Η: - ἀπαιώρησις, εως, ἡ, τὸ κρέμασμα, κρασπέδων Κλήμ. Ἀλ. 238.

Greek Monolingual

ἀπαιώρημα, το (Α)
ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα.