ἀποστολικός: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)postoliko/s | |Beta Code=a)postoliko/s | ||
|Definition=ή, όν, [[sung on departure]], μέλη Procl. ap. Phot.p.322B. | |Definition=ή, όν, [[sung on departure]], μέλη Procl. ap. Phot.p.322B. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[de despedida]] τρόποι de cantos y bailes, Ath.631d<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[poema mélico de despedida]] Procl.<i>Chr</i>.37, 96.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[apostólico]] de abstr. y cosas ἀπὸ τάξεως ἀποστολικῆς Origenes <i>Io</i>.32.18, ἡ ἀ. [[γραφή]] ref. a las epístolas de S. Pablo, Clem.Al.<i>Prot</i>.1.4.4, Origenes <i>Princ</i>.1.proem.2, de la Iglesia Católica <i>PRyl</i>.471.5 (V d.C.)<br /><b class="num">•</b>de una iglesia [[dedicada]], [[consagrada a los apóstoles]] Thdt.<i>HE</i> 2.31.11<br /><b class="num">•</b>de pers. [[que tiene carácter de apóstol]], [[apostólico]] de San Bernabé μάρτυν τὸν ἀποστολικόν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.116, de Job, Olymp.<i>Iob</i> proem.p.2.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[dicho apostólico]] τὸ ἀ. «τὸ γὰρ πτύον ἐν τῇ χειρὶ [[αὐτοῦ]]» Clem.Al.<i>Ecl</i>.25 (p.143.23)<br /><b class="num">•</b>en plu. [[las Epístolas]] op. los Evangelios, Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.3.6, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84<br /><b class="num">•</b>en liturgia [[La Epístola]] op. al Evangelio, Gr.Thaum.<i>Anunt</i>.M.10.1161C.<br /><b class="num">3</b> subst. οἱ ἀποστολικοί [[los apostólicos]] individuos de una secta ascética, Ammon.<i>Io</i>.4, Isid.<i>Etym</i>.8.5.19.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[apostólicamente]] ἀ. φθεγξώμεθα Origenes <i>Mart</i>.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποστολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ. | |lstext='''ἀποστολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀποστολικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο [[σύμφωνος]] με τη [[διδασκαλία]] τους<br /><b>2.</b> [[ένθερμος]] («[[αποστολικός]] [[ζήλος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδέτερο ως ουσ.) <i>τὸ ἀποστολικόν</i><br /><b>1.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης<br /><b>2.</b> τροπάριο [[προς]] [[τιμή]] των Αποστόλων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τραγουδιέται [[κατά]] την [[αναχώρηση]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀποστολικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο [[σύμφωνος]] με τη [[διδασκαλία]] τους<br /><b>2.</b> [[ένθερμος]] («[[αποστολικός]] [[ζήλος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(το ουδέτερο ως ουσ.) <i>τὸ ἀποστολικόν</i><br /><b>1.</b> [[βιβλίο]] που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης<br /><b>2.</b> τροπάριο [[προς]] [[τιμή]] των Αποστόλων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τραγουδιέται [[κατά]] την [[αναχώρηση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, sung on departure, μέλη Procl. ap. Phot.p.322B.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de despedida τρόποι de cantos y bailes, Ath.631d
•subst. τὸ ἀ. poema mélico de despedida Procl.Chr.37, 96.
II 1apostólico de abstr. y cosas ἀπὸ τάξεως ἀποστολικῆς Origenes Io.32.18, ἡ ἀ. γραφή ref. a las epístolas de S. Pablo, Clem.Al.Prot.1.4.4, Origenes Princ.1.proem.2, de la Iglesia Católica PRyl.471.5 (V d.C.)
•de una iglesia dedicada, consagrada a los apóstoles Thdt.HE 2.31.11
•de pers. que tiene carácter de apóstol, apostólico de San Bernabé μάρτυν τὸν ἀποστολικόν Clem.Al.Strom.2.20.116, de Job, Olymp.Iob proem.p.2.
2 subst. τὸ ἀ. dicho apostólico τὸ ἀ. «τὸ γὰρ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ» Clem.Al.Ecl.25 (p.143.23)
•en plu. las Epístolas op. los Evangelios, Iren.Lugd.Haer.1.3.6, cf. Clem.Al.Strom.7.14.84
•en liturgia La Epístola op. al Evangelio, Gr.Thaum.Anunt.M.10.1161C.
3 subst. οἱ ἀποστολικοί los apostólicos individuos de una secta ascética, Ammon.Io.4, Isid.Etym.8.5.19.
III adv. -ῶς apostólicamente ἀ. φθεγξώμεθα Origenes Mart.21.
German (Pape)
[Seite 327] zur Absendung gehörig; apostolisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀποστολικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους
2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος»)
μσν.- νεοελλ.
(το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν
1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης
2. τροπάριο προς τιμή των Αποστόλων
αρχ.
αυτός που τραγουδιέται κατά την αναχώρηση.