ἀποπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)popeta/nnumi
|Beta Code=a)popeta/nnumi
|Definition=[[spread out]], τρίβωνα <span class="bibl">D.L.6.77</span>:—also ἀποπετάζω, Aq.<span class="title">Ex.</span>5.4,al.
|Definition=[[spread out]], τρίβωνα <span class="bibl">D.L.6.77</span>:—also ἀποπετάζω, Aq.<span class="title">Ex.</span>5.4,al.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[extender]] τὸν τρίβωνα D.L.6.77.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπετάννυμι''': ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
|lstext='''ἀποπετάννυμι''': ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[extender]] τὸν τρίβωνα D.L.6.77.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:59, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπετάννῡμι Medium diacritics: ἀποπετάννυμι Low diacritics: αποπετάννυμι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apopetánnymi Transliteration B: apopetannymi Transliteration C: apopetannymi Beta Code: a)popeta/nnumi

English (LSJ)

spread out, τρίβωνα D.L.6.77:—also ἀποπετάζω, Aq.Ex.5.4,al.

Spanish (DGE)

extender τὸν τρίβωνα D.L.6.77.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πετάννυμι), auseinander breiten, Diog. L. 6, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπετάννυμι: ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

ἀποπετάννυμι κ. άποπετάζω (Α)
ανοίγω, σηκώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπετάννῡμι: распахивать одежду Diog. L.