ἀσπαλιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)spalieu/omai
|Beta Code=a)spalieu/omai
|Definition=[[angle]], Suid.:—Act., fut. <b class="b3">-εύσω</b>, metaph. of a lover, Aristaen.<span class="bibl">1.17</span>; <b class="b3">ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι</b>, <span class="title">AB</span>183, may be [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀσπαλιεῦσαι]].
|Definition=[[angle]], Suid.:—Act., fut. <b class="b3">-εύσω</b>, metaph. of a lover, Aristaen.<span class="bibl">1.17</span>; <b class="b3">ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι</b>, <span class="title">AB</span>183, may be [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀσπαλιεῦσαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]<br />[[pescar]] c. caña o sedal, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπᾰλιεύομαι''': ἀποθ. [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις [[τύπος]] ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ [[ἁλιεία]]. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ὄνομα]] ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».
|lstext='''ἀσπᾰλιεύομαι''': ἀποθ. [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις [[τύπος]] ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ [[ἁλιεία]]. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ὄνομα]] ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]<br />[[pescar]] c. caña o sedal, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπαλιεύομαι]] (Α) [[ασπαλιεύς]]<br /><b>1.</b> [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> (για εραστή) [[πιάνω]] στο [[αγκίστρι]] μου, [[σαγηνεύω]].
|mltxt=[[ἀσπαλιεύομαι]] (Α) [[ασπαλιεύς]]<br /><b>1.</b> [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> (για εραστή) [[πιάνω]] στο [[αγκίστρι]] μου, [[σαγηνεύω]].
}}
}}

Revision as of 14:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπᾰλιεύομαι Medium diacritics: ἀσπαλιεύομαι Low diacritics: ασπαλιεύομαι Capitals: ΑΣΠΑΛΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: aspalieúomai Transliteration B: aspalieuomai Transliteration C: aspalieyomai Beta Code: a)spalieu/omai

English (LSJ)

angle, Suid.:—Act., fut. -εύσω, metaph. of a lover, Aristaen.1.17; ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι, AB183, may be f.l. for ἀσπαλιεῦσαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]
pescar c. caña o sedal, Sud.
fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπᾰλιεύομαι: ἀποθ. ἁλιεύω, ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις τύπος ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ ἁλιεία. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὄνομα ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».

Greek Monolingual

ἀσπαλιεύομαι (Α) ασπαλιεύς
1. ψαρεύω
2. (για εραστή) πιάνω στο αγκίστρι μου, σαγηνεύω.