ἁπληγίς: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a(plhgi/s | |Beta Code=a(plhgi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, = [[ἁπλοΐς]] (as [[substantive]]), [[a single upper garment]] or [[cloak]], opp. [[διπληγίς]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>777</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>54</span>, <span class="bibl">Herod.5.18</span>. | |Definition=ίδος, ἡ, = [[ἁπλοΐς]] (as [[substantive]]), [[a single upper garment]] or [[cloak]], opp. [[διπληγίς]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>777</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>54</span>, <span class="bibl">Herod.5.18</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[capa sencilla]], [[no doblada]] τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.<i>Fr</i>.777, cf. Ar.<i>Fr</i>.54, Herod.5.18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπληγίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἁπλοΐς]] (ὡς οὐσιαστ.) [[ἐπανωφόριον]] ἁπλοῦν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[διπληγίς]], «[[ἁπληγίς]]: τὸ ἁπλοῦν [[ἱμάτιον]], [[ὅπερ]] [[Ὅμηρος]] ἁπλοΐδα καλεῖ, Σοφοκλῆς» Ἐτυμ. Μ. (Σοφ. Ἀποσπ. 843), «[[ἁπληγίς]]: [[ἱματίδιον]] σύμμετρον. Ἀναγύρῳ Ἀριστοφάνης, «ἐκ δὲ τῆς ἐμῆς χλανίδος [[τρεῖς]] ἁπληγίδας ποιῶν» Α. Β. 425, 20 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 149). | |lstext='''ἁπληγίς''': -ίδος, ἡ, = [[ἁπλοΐς]] (ὡς οὐσιαστ.) [[ἐπανωφόριον]] ἁπλοῦν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[διπληγίς]], «[[ἁπληγίς]]: τὸ ἁπλοῦν [[ἱμάτιον]], [[ὅπερ]] [[Ὅμηρος]] ἁπλοΐδα καλεῖ, Σοφοκλῆς» Ἐτυμ. Μ. (Σοφ. Ἀποσπ. 843), «[[ἁπληγίς]]: [[ἱματίδιον]] σύμμετρον. Ἀναγύρῳ Ἀριστοφάνης, «ἐκ δὲ τῆς ἐμῆς χλανίδος [[τρεῖς]] ἁπληγίδας ποιῶν» Α. Β. 425, 20 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 149). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = ἁπλοΐς (as substantive), a single upper garment or cloak, opp. διπληγίς, S.Fr.777, Ar.Fr.54, Herod.5.18.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
capa sencilla, no doblada τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777, cf. Ar.Fr.54, Herod.5.18.
German (Pape)
[Seite 292] ίδος, ἡ, sc. χλαῖνα, ein einfaches Gewand, vgl. ἁπλοΐς; Aesch. Suppl. 843 Soph. fr. 843.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπληγίς: -ίδος, ἡ, = ἁπλοΐς (ὡς οὐσιαστ.) ἐπανωφόριον ἁπλοῦν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διπληγίς, «ἁπληγίς: τὸ ἁπλοῦν ἱμάτιον, ὅπερ Ὅμηρος ἁπλοΐδα καλεῖ, Σοφοκλῆς» Ἐτυμ. Μ. (Σοφ. Ἀποσπ. 843), «ἁπληγίς: ἱματίδιον σύμμετρον. Ἀναγύρῳ Ἀριστοφάνης, «ἐκ δὲ τῆς ἐμῆς χλανίδος τρεῖς ἁπληγίδας ποιῶν» Α. Β. 425, 20 (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 149).
Greek Monolingual
ἀπληγίς (-ίδος), η (AM)
μονό ιμάτιο, απλοΐς.
Russian (Dvoretsky)
ἁπληγίς: ίδος ἡ Soph., Arph. = ἁπλοΐς I.