ἐμβρυοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mbruoto/mos
|Beta Code=e)mbruoto/mos
|Definition=ὁ, [[instrument for cutting up the foetus]], <span class="bibl">Sor.2.63</span>.
|Definition=ὁ, [[instrument for cutting up the foetus]], <span class="bibl">Sor.2.63</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρυοτόμος''': ὁ, τέμνων [[ἔμβρυον]], [[ἐργαλεῖον]] μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
|lstext='''ἐμβρυοτόμος''': ὁ, τέμνων [[ἔμβρυον]], [[ἐργαλεῖον]] μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ medic. [[instrumento para escindir el feto]] muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.<i>Ferr</i>.282.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐμβρυοτόμος]])<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για [[εμβρυοτομία]] σε [[κύημα]] που έχει πεθάνει [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
|mltxt=ο (AM [[ἐμβρυοτόμος]])<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για [[εμβρυοτομία]] σε [[κύημα]] που έχει πεθάνει [[μέσα]] στη [[μήτρα]].
}}
}}

Revision as of 15:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτόμος Medium diacritics: ἐμβρυοτόμος Low diacritics: εμβρυοτόμος Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: embryotómos Transliteration B: embryotomos Transliteration C: emvryotomos Beta Code: e)mbruoto/mos

English (LSJ)

ὁ, instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.