ἐνόριος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)no/rios | |Beta Code=e)no/rios | ||
|Definition=ον, (ὅρος) [[within the boundaries]], <span class="bibl">Poll.9.8</span>; [[on the boundaries]], θεοί <span class="bibl">Hld.10.1</span>: Subst. <b class="b3">ἐνορία, ἡ,</b> [[territory]] of a city, πόλις καὶ ἐ. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1101.5</span> (iv A. D.), cf. <span class="title">Cod.Just.</span>1.2.25.1, etc. | |Definition=ον, (ὅρος) [[within the boundaries]], <span class="bibl">Poll.9.8</span>; [[on the boundaries]], θεοί <span class="bibl">Hld.10.1</span>: Subst. <b class="b3">ἐνορία, ἡ,</b> [[territory]] of a city, πόλις καὶ ἐ. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1101.5</span> (iv A. D.), cf. <span class="title">Cod.Just.</span>1.2.25.1, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dentro de los límites]], [[de las fronteras]] βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.<i>Fr</i>.12, χῶρος Poll.9.8, [[δικαστήριον]] op. ὑπερόριος <i>SB</i> 8988.76 (VII d.C.) en <i>BL</i> 10.195.<br /><b class="num">2</b> [[fronterizo]], [[de la frontera]], [[protector de las fronteras]] Ἐνόριοι θεοί <i>SEG</i> 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ ἐ. [[territorio dependiente de una aglomeración principal]]:<br /><b class="num">a)</b> de una ciudad [[distrito]], [[término municipal]] ἐ. Μείρου <i>MAMA</i> 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας <i>PBeatty Panop</i>.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐ. <i>POxy</i>.1101.5 (IV d.C.), cf. <i>Cod.Iust</i>.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐ. Gr.Nyss.<i>Ep</i>.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken <i>Chr</i>.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐ. <i>PDub</i>.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.<i>Ep</i>.206;<br /><b class="num">b)</b> de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος <i>PCol</i>.174.3 (IV d.C.), cf. <i>Stud.Pal</i>.20.128.5 (V d.C.), <i>PMasp</i>.2.3.3 (VI d.C.);<br /><b class="num">c)</b> crist. [[diócesis unidad administrativa de la iglesia]], Thdt.<i>Ep</i>.18, ἡ Ἀπαμέων ἐ. <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.36 (p.106.17), cf. <i>IGLBulg</i>.97.7 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> τὸ ἐ. [[espacio delimitado]], [[acotado]], <i>SEG</i> 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνόριος''': -ον, (ὅρος) ἐντὸς τῶν ὁρίων, Πολυδ. Θ΄, 8˙ ὁ ἐπὶ τῶν ὁρίων, θύσας... θεοῖς ἐνορίοις Ἡλιόδ. 10. 1: - ἡ ἐνορία, ἡ [[χώρα]] ἡ ἐντὸς τῶν ὁρίων, τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν Χρον. Πασχ. σ. 78, 9. 2) ὡς οὐσ. ἡ ἐνορία, ὡς καὶ νῦν, ἐνορία ἐκκλησίας, ἐνορία ἱερέως, κτλ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1001Α, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 361Α, Ἰουστ. Κῶδ. 1, 2, 26 § α΄, Βασιλ. Πορφ. Νεαρ. 319˙ - ἐκ τοῦ ἐνορία ἐσχηματίσθησαν, ἐνορίτης, θηλ. ἐνορῖτις, ἐνοριακός, ή, όν, Σύνοδ. Χαλκ. Πρ. 14, σ. 723, Δουκάγγ. | |lstext='''ἐνόριος''': -ον, (ὅρος) ἐντὸς τῶν ὁρίων, Πολυδ. Θ΄, 8˙ ὁ ἐπὶ τῶν ὁρίων, θύσας... θεοῖς ἐνορίοις Ἡλιόδ. 10. 1: - ἡ ἐνορία, ἡ [[χώρα]] ἡ ἐντὸς τῶν ὁρίων, τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν Χρον. Πασχ. σ. 78, 9. 2) ὡς οὐσ. ἡ ἐνορία, ὡς καὶ νῦν, ἐνορία ἐκκλησίας, ἐνορία ἱερέως, κτλ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1001Α, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 361Α, Ἰουστ. Κῶδ. 1, 2, 26 § α΄, Βασιλ. Πορφ. Νεαρ. 319˙ - ἐκ τοῦ ἐνορία ἐσχηματίσθησαν, ἐνορίτης, θηλ. ἐνορῖτις, ἐνοριακός, ή, όν, Σύνοδ. Χαλκ. Πρ. 14, σ. 723, Δουκάγγ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνόριος]], -ον (AM) [[όριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείεται από τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[σύνορα]]. | |mltxt=[[ἐνόριος]], -ον (AM) [[όριον]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικλείεται από τα [[σύνορα]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[σύνορα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὅρος) within the boundaries, Poll.9.8; on the boundaries, θεοί Hld.10.1: Subst. ἐνορία, ἡ, territory of a city, πόλις καὶ ἐ. POxy. 1101.5 (iv A. D.), cf. Cod.Just.1.2.25.1, etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1dentro de los límites, de las fronteras βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.Fr.12, χῶρος Poll.9.8, δικαστήριον op. ὑπερόριος SB 8988.76 (VII d.C.) en BL 10.195.
2 fronterizo, de la frontera, protector de las fronteras Ἐνόριοι θεοί SEG 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.
II subst.
1 ἡ ἐ. territorio dependiente de una aglomeración principal:
a) de una ciudad distrito, término municipal ἐ. Μείρου MAMA 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας PBeatty Panop.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐ. POxy.1101.5 (IV d.C.), cf. Cod.Iust.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐ. Gr.Nyss.Ep.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken Chr.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐ. PDub.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.Ep.206;
b) de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος PCol.174.3 (IV d.C.), cf. Stud.Pal.20.128.5 (V d.C.), PMasp.2.3.3 (VI d.C.);
c) crist. diócesis unidad administrativa de la iglesia, Thdt.Ep.18, ἡ Ἀπαμέων ἐ. CCP (536) Act.36 (p.106.17), cf. IGLBulg.97.7 (VI d.C.).
2 τὸ ἐ. espacio delimitado, acotado, SEG 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.).
German (Pape)
[Seite 850] innerhalb der Grenzen, Sp.; θεοί, Landesgötter, Hel. 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόριος: -ον, (ὅρος) ἐντὸς τῶν ὁρίων, Πολυδ. Θ΄, 8˙ ὁ ἐπὶ τῶν ὁρίων, θύσας... θεοῖς ἐνορίοις Ἡλιόδ. 10. 1: - ἡ ἐνορία, ἡ χώρα ἡ ἐντὸς τῶν ὁρίων, τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν Χρον. Πασχ. σ. 78, 9. 2) ὡς οὐσ. ἡ ἐνορία, ὡς καὶ νῦν, ἐνορία ἐκκλησίας, ἐνορία ἱερέως, κτλ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1001Α, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 361Α, Ἰουστ. Κῶδ. 1, 2, 26 § α΄, Βασιλ. Πορφ. Νεαρ. 319˙ - ἐκ τοῦ ἐνορία ἐσχηματίσθησαν, ἐνορίτης, θηλ. ἐνορῖτις, ἐνοριακός, ή, όν, Σύνοδ. Χαλκ. Πρ. 14, σ. 723, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ἐνόριος, -ον (AM) όριον
1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα
2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.