ἑκατονταετία: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(katontaeti/a
|Beta Code=e(katontaeti/a
|Definition=ἡ, [[period of]] <span class="bibl">100</span> [[years]], <span class="bibl">Ph.1.101</span>.
|Definition=ἡ, [[period of]] <span class="bibl">100</span> [[years]], <span class="bibl">Ph.1.101</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[período de cien años]], [[siglo]] ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.2.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκᾰτονταετία''': ἡ, [[περίοδος]] ἑκατὸν ἐτῶν, Schweigh, Ἀππ. τ. 3. σ. 613· ἑκατονταετίζω, ἑκατονταετὴς [[γίνομαι]], παρὰ Θεοδ. Στουδ. σ. 371Β.
|lstext='''ἑκᾰτονταετία''': ἡ, [[περίοδος]] ἑκατὸν ἐτῶν, Schweigh, Ἀππ. τ. 3. σ. 613· ἑκατονταετίζω, ἑκατονταετὴς [[γίνομαι]], παρὰ Θεοδ. Στουδ. σ. 371Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[período de cien años]], [[siglo]] ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.<i>Catech</i>.2.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἑκατονταετία]])<br />[[περίοδος]] [[εκατό]] χρόνων, εκατονταετηρίδα.
|mltxt=η (AM [[ἑκατονταετία]])<br />[[περίοδος]] [[εκατό]] χρόνων, εκατονταετηρίδα.
}}
}}

Revision as of 16:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτονταετία Medium diacritics: ἑκατονταετία Low diacritics: εκατονταετία Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΙΑ
Transliteration A: hekatontaetía Transliteration B: hekatontaetia Transliteration C: ekatontaetia Beta Code: e(katontaeti/a

English (LSJ)

ἡ, period of 100 years, Ph.1.101.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
período de cien años, siglo ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα Ph.1.101, cf. Cyr.H.Catech.2.8.

German (Pape)

[Seite 752] ἡ, Jahrhundert, App.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτονταετία: ἡ, περίοδος ἑκατὸν ἐτῶν, Schweigh, Ἀππ. τ. 3. σ. 613· ἑκατονταετίζω, ἑκατονταετὴς γίνομαι, παρὰ Θεοδ. Στουδ. σ. 371Β.

Greek Monolingual

η (AM ἑκατονταετία)
περίοδος εκατό χρόνων, εκατονταετηρίδα.