ἔκβρασις: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)/kbrasis
|Beta Code=e)/kbrasis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pullulation]], φθειρῶν Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> αἱ κοῖλαι ἐ. [[breakers]], EM494.14.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pullulation]], φθειρῶν Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> αἱ κοῖλαι ἐ. [[breakers]], EM494.14.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> medic. [[erupción]] cutánea ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος ἔ. γίνεται Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.166.19, cf. 2.138.23, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Hsch.Mil. en Sud.s.u. Καλλισθένης (cf. [[ἐκβράσσω]] II 1).<br /><b class="num">2</b> [[eructo]], [[regüeldo]] glos. a ἐρυγή Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[escollo]], [[rompiente]], <i>EM</i> 494.14G.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβρᾰσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] καχλάζον ἐκρίπτηται τὸ [[ὕδωρ]], ἢ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐκρίπτεται, Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει [[καχλάζω]], σ. 494, 14, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἐρυγή]], κλ.
|lstext='''ἔκβρᾰσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] καχλάζον ἐκρίπτηται τὸ [[ὕδωρ]], ἢ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἐκρίπτεται, Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει [[καχλάζω]], σ. 494, 14, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἐρυγή]], κλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> medic. [[erupción]] cutánea ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος ἔ. γίνεται Steph.<i>in Hp.Aph</i>.1.166.19, cf. 2.138.23, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Hsch.Mil. en Sud.s.u. Καλλισθένης (cf. [[ἐκβράσσω]] II 1).<br /><b class="num">2</b> [[eructo]], [[regüeldo]] glos. a ἐρυγή Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[escollo]], [[rompiente]], <i>EM</i> 494.14G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκβρασις]], η (Μ)<br /><b>1.</b> το [[νερό]] που χύνεται έξω όταν κοχλάζει<br /><b>2.</b> (για ανέμους) [[ξέσπασμα]].
|mltxt=[[ἔκβρασις]], η (Μ)<br /><b>1.</b> το [[νερό]] που χύνεται έξω όταν κοχλάζει<br /><b>2.</b> (για ανέμους) [[ξέσπασμα]].
}}
}}

Revision as of 16:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρᾰσις Medium diacritics: ἔκβρασις Low diacritics: έκβρασις Capitals: ΕΚΒΡΑΣΙΣ
Transliteration A: ékbrasis Transliteration B: ekbrasis Transliteration C: ekvrasis Beta Code: e)/kbrasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A pullulation, φθειρῶν Suid. 2 αἱ κοῖλαι ἐ. breakers, EM494.14.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medic. erupción cutánea ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος ἔ. γίνεται Steph.in Hp.Aph.1.166.19, cf. 2.138.23, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Hsch.Mil. en Sud.s.u. Καλλισθένης (cf. ἐκβράσσω II 1).
2 eructo, regüeldo glos. a ἐρυγή Hsch.
3 escollo, rompiente, EM 494.14G.

German (Pape)

[Seite 755] ἡ, das Auswerfen, Aussprudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρᾰσις: -εως, ἡ, ὅταν καχλάζον ἐκρίπτηται τὸ ὕδωρ, ἢ τὸ μέρος ἔνθα ἐκρίπτεται, Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει καχλάζω, σ. 494, 14, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐρυγή, κλ.

Greek Monolingual

ἔκβρασις, η (Μ)
1. το νερό που χύνεται έξω όταν κοχλάζει
2. (για ανέμους) ξέσπασμα.