ἄχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/xwros
|Beta Code=a)/xwros
|Definition=ον, [[without resting-place]], [[homeless]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>77</span>; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα <span class="title">Tab.Defix.</span>97.11, cf. 96.17.
|Definition=ον, [[without resting-place]], [[homeless]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>77</span>; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα <span class="title">Tab.Defix.</span>97.11, cf. 96.17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />en maldiciones [[que no encuentra un lugar]], [[sin asiento fijo]], [[errante]] de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.<i>Fr</i>.77, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>tb. de cosas [[fuera de lugar]], [[inconveniente]] de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) <i>IG</i> 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα <i>IG</i> 3(3).96.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχωρος''': -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ [[μήτε]] τάξιν βίου [[μήτε]] κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς [[ταῦτα]] δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).
|lstext='''ἄχωρος''': -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ [[μήτε]] τάξιν βίου [[μήτε]] κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς [[ταῦτα]] δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />en maldiciones [[que no encuentra un lugar]], [[sin asiento fijo]], [[errante]] de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.<i>Fr</i>.77, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>tb. de cosas [[fuera de lugar]], [[inconveniente]] de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) <i>IG</i> 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα <i>IG</i> 3(3).96.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχωρος]], -ον (Α) [[χώρος]]<br />ο [[άστεγος]].
|mltxt=[[ἄχωρος]], -ον (Α) [[χώρος]]<br />ο [[άστεγος]].
}}
}}

Revision as of 16:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρος Medium diacritics: ἄχωρος Low diacritics: άχωρος Capitals: ΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: áchōros Transliteration B: achōros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xwros

English (LSJ)

ον, without resting-place, homeless, Ael.Fr.77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα Tab.Defix.97.11, cf. 96.17.

Spanish (DGE)

-ον
en maldiciones que no encuentra un lugar, sin asiento fijo, errante de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.Fr.77, cf. Hsch.
tb. de cosas fuera de lugar, inconveniente de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) IG 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα IG 3(3).96.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρος: -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς ταῦτα δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).

Greek Monolingual

ἄχωρος, -ον (Α) χώρος
ο άστεγος.