διαδικέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes [[ἀδικέω]], Dio Cass. 58, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0576.png Seite 576]] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes [[ἀδικέω]], Dio Cass. 58, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />être en procès.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55. | |lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαδῐκέω:''' [[вести тяжбу]], [[судиться]] Plut. | |elrutext='''διαδῐκέω:''' [[вести тяжбу]], [[судиться]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
(A), A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.). 2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
δι-ᾰδῐκέω (B), A do wrong, injure, D.C.58.16.
Spanish (DGE)
pleitear, entablar un pleito πρὸς αὐτὸν περὶ τῶν συναλλαγμάτων PLugd.Bat.22.11.25 (II a.C.), οἱ διαδικοῦντες los litigantes Plu.2.196b, D.C.40.55.2, POxy.1101.8 (IV d.C.)
•pero οἱ διαδικοῦντες = los adversarios, los contrarios, POxy.1101.8 (IV d.C.), tb. τὸ διαδικοῦν μέρος la parte contraria, el adversario, PKell.G.19b.5 (III d.C.), PCair.Isidor.74.22, SB 8246.44 (ambos IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 576] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
seul. prés.
être en procès.
Étymologie: διά, δίκη.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.
Russian (Dvoretsky)
διαδῐκέω: вести тяжбу, судиться Plut.