βαλαντιοτομέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />couper des bourses, être coupe-bourse.<br />'''Étymologie:''' [[βαλαντιοτόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰλαντιοτομέω''': [[κόπτω]] καὶ [[κλέπτω]] βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-[[τόμος]], ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. [[βαλλάντιον]]. | |lstext='''βᾰλαντιοτομέω''': [[κόπτω]] καὶ [[κλέπτω]] βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-[[τόμος]], ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. [[βαλλάντιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βᾰλαντιοτομέω:''' [[отрезывать кошельки]], [[воровать]] Xen., Plat., Plut. | |elrutext='''βᾰλαντιοτομέω:''' [[отрезывать кошельки]], [[воровать]] Xen., Plat., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
be a cutpurse, cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλλαντιοτομέω).
Spanish (DGE)
v. βαλλαντιοτομέω.
German (Pape)
[Seite 428] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper des bourses, être coupe-bourse.
Étymologie: βαλαντιοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλαντιοτομέω: κόπτω καὶ κλέπτω βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-τόμος, ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. βαλλάντιον.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλαντιοτομέω: отрезывать кошельки, воровать Xen., Plat., Plut.