δενδροκομικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, [[σοφία]] Ael. H. A. 13, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0546.png Seite 546]] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, [[σοφία]] Ael. H. A. 13, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la végétation des arbres.<br />'''Étymologie:''' δενδροκόμος. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δενδροκομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. | |lstext='''δενδροκομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δενδροκομικός]], -ή, -όν) [[δενδροκομία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δενδροκομία]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δενδροκομικός]], -ή, -όν) [[δενδροκομία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[δενδροκομία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or like a woodman, Ael.NA13.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν propio del arboricultor σοφία Ael.NA 13.18.
German (Pape)
[Seite 546] ή, όν, zur Pflege der Bäume gehörig, σοφία Ael. H. A. 13, 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la végétation des arbres.
Étymologie: δενδροκόμος.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δενδροκομίαν, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δενδροκομικός, -ή, -όν) δενδροκομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία.