κεροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] = [[κερασφόρος]], βόες, Eur. Bacch. 690. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] = [[κερασφόρος]], βόες, Eur. Bacch. 690. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte des cornes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεροφόρος''': -ον, = [[κερασφόρος]], ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691. | |lstext='''κεροφόρος''': -ον, = [[κερασφόρος]], ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:34, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.
German (Pape)
[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.
Greek Monolingual
κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend.
Middle Liddell
κερο-φόρος, ον φέρω
= κερασφόρος, horned, Eur.