οἰκειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] sich aneignend, [[τέχνη]], Plat. Soph. 223 b; passend, [[πρός]] τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0299.png Seite 299]] sich aneignend, [[τέχνη]], Plat. Soph. 223 b; passend, [[πρός]] τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκειωτικός Medium diacritics: οἰκειωτικός Low diacritics: οικειωτικός Capitals: ΟΙΚΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikeiōtikós Transliteration B: oikeiōtikos Transliteration C: oikeiotikos Beta Code: oi)keiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V. 2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.

German (Pape)

[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.

Greek Monolingual

οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειωτικός:
1) усваивающий (τέχνη Plat.);
2) приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).