μεταμίγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] (s. [[μίγνυμι]]), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαθ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0150.png Seite 150]] (s. [[μίγνυμι]]), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαθ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=mélanger avec : τινί [[τι]] mêler une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταμίγνυμι''': προσθέτω τι εἰς [[ἄλλο]], ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ [[ἄλλο]], [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221. | |lstext='''μεταμίγνυμι''': προσθέτω τι εἰς [[ἄλλο]], ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ [[ἄλλο]], [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:50, 1 October 2022
German (Pape)
[Seite 150] (s. μίγνυμι), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαθ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221.
French (Bailly abrégé)
mélanger avec : τινί τι mêler une chose avec une autre.
Étymologie: μετά, μίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμίγνυμι: προσθέτω τι εἰς ἄλλο, ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ ἄλλο, [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221.
Greek Monotonic
μεταμίγνυμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μεταξύ, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταμίγνῡμι: смешивать (τινί τι Hom.).