κρηνιάς: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=krhnia/s | |Beta Code=krhnia/s | ||
|Definition=άδος, ἡ, pecul. fem. of κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>168</span> (hex.). | |Definition=άδος, ἡ, pecul. fem. of κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>168</span> (hex.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> de source, de fontaine (nymphe);<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ [[κρηνιάς]] source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[κρήνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρηνιάς''': -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[κρηναῖος]], Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· [[ὡσαύτως]] Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29. | |lstext='''κρηνιάς''': -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[κρηναῖος]], Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· [[ὡσαύτως]] Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:35, 1 October 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες A.Fr.168 (hex.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
1 de source, de fontaine (nymphe);
2 subst. ἡ κρηνιάς source, fontaine.
Étymologie: κρήνη.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνιάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· ὡσαύτως Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29.
Greek Monolingual
κρηνιάς, -άδος (Α)
βλ. κρηναίος.
Greek Monotonic
κρηνιάς: -άδος, ἡ, θηλ. του κρηναῖος, σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως Κρᾱνίδες, σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
κρηνιάς: άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.
άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.).
Middle Liddell
κρηνιάς, άδος, [fem. of κρηναῖος, Aesch.]
spring-nymphs, Theocr.; so Κρᾱνίδες Mosch.