λεπτόγειος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au sol maigre.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γαῖα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόγειος''': -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· ([[γαῖα]], γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''λεπτόγειος''': -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· ([[γαῖα]], γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:38, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, Thphr.CP3.6.8, HP6.5.2, etc.:—also λεπτόγεως, ων, Th.1.2: (γῆ):—of a thin or poor soil: pl. λεπτόγεα, τά, barren lands, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 30] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol maigre.
Étymologie: λεπτός, γαῖα.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόγειος: -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· (γαῖα, γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτόγειος, -ον)
βλ. λεπτόγαιος.
Greek Monotonic
λεπτόγειος: -ον ή λεπτό-γεως, -ων (γαῖα, γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, χέρσος, σε Θουκ.