οἰνοχόημα: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)noxo/hma
|Beta Code=oi)noxo/hma
|Definition=ατος, τό, a festival [[at which wine was offered]], <span class="bibl">Ephor. 80</span> J., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>6</span>, <span class="bibl">Polyaen.3.11.2</span>.
|Definition=ατος, τό, a festival [[at which wine was offered]], <span class="bibl">Ephor. 80</span> J., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>6</span>, <span class="bibl">Polyaen.3.11.2</span>.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />distribution du vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνοχόημα''': τό, [[ἑορτή]], καθ’ ἣν προσεφέρετο [[οἶνος]], Πλουτ. Φωκ. 6.
|lstext='''οἰνοχόημα''': τό, [[ἑορτή]], καθ’ ἣν προσεφέρετο [[οἶνος]], Πλουτ. Φωκ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />distribution du vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχοέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχόημα Medium diacritics: οἰνοχόημα Low diacritics: οινοχόημα Capitals: ΟΙΝΟΧΟΗΜΑ
Transliteration A: oinochóēma Transliteration B: oinochoēma Transliteration C: oinochoima Beta Code: oi)noxo/hma

English (LSJ)

ατος, τό, a festival at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
distribution du vin.
Étymologie: οἰνοχοέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχόημα: τό, ἑορτή, καθ’ ἣν προσεφέρετο οἶνος, Πλουτ. Φωκ. 6.

Greek Monolingual

οἰνοχόημα τὸ (Α) οινοχοώ
1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος
2. (κατ επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν
3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος.

Greek Monotonic

οἰνοχόημα: -ατος, τό (οἰνοχοέω), γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφερόταν κρασί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχόημα: ατος τό разливание вина: οἰ. παρέχειν τινί Plut. угощать кого-л. вином.

Middle Liddell

οἰνοχόημα, ατος, τό, οἰνοχοέω
a festival, at which wine is offered, Plut.