οινοχοώ
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ οἰνοχοῶ, -έω) οινοχόος
είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί
αρχ.
1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῖς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.)
2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου κρασί («τὴν Κασταλίαν oἰνoχοῆσαι», Φιλοστρ.)
3. (φρ. «οἰνοχοῶ νέκταρ» — κερνώ νέκταρ.