νουνεχόντως: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nounexo/ntws | |Beta Code=nounexo/ntws | ||
|Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), [[sensibly]], <span class="bibl">Isoc.5.7</span>(divisim), <span class="bibl">Men.1043</span> (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>686e</span>).</span> | |Definition=Adv. of [[νουνεχής]], as if from Adj. [[νουνέχων]] (i.e. <b class="b3">νοῦν ἔχων</b>), [[sensibly]], <span class="bibl">Isoc.5.7</span>(divisim), <span class="bibl">Men.1043</span> (Pl. has <b class="b3">ἐχόντως νοῦν</b>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>686e</span>).</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sagement, prudemment.<br />'''Étymologie:''' [[νοῦν]], acc. de [[νοῦς]] ; ἔχων, part. de [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νουνεχόντως''': Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, [[ἐχόντως]] νοῦν, 686 Ε. | |lstext='''νουνεχόντως''': Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, [[ἐχόντως]] νοῦν, 686 Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:59, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων), sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.
Greek Monolingual
νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].
Russian (Dvoretsky)
νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.