παράθυρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ [[παράθυρος]], die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ [[παράθυρος]], die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[θύρα]];<br />porte de côté <i>ou</i> porte dérobée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θύρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράθῠρος''': (ἐξυπακ. [[θύρα]]), ἡ, πλαγία [[θύρα]], [[παραπύλιον]], Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.
|lstext='''παράθῠρος''': (ἐξυπακ. [[θύρα]]), ἡ, πλαγία [[θύρα]], [[παραπύλιον]], Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[θύρα]];<br />porte de côté <i>ou</i> porte dérobée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θύρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:47, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράθῠρος Medium diacritics: παράθυρος Low diacritics: παράθυρος Capitals: ΠΑΡΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: paráthyros Transliteration B: parathyros Transliteration C: parathyros Beta Code: para/quros

English (LSJ)

(sc. θύρα), ἡ, A = παραθύρα, PMich.Zen.38.11 (iii B. C.), Plu.2.617a. II (sc. λίθος), ὁ, stone forming part of a side-door, Milet.7p.56.

German (Pape)

[Seite 479] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ παράθυρος, die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. θύρα;
porte de côté ou porte dérobée.
Étymologie: παρά, θύρα.

Greek (Liddell-Scott)

παράθῠρος: (ἐξυπακ. θύρα), ἡ, πλαγία θύρα, παραπύλιον, Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος
(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα
3. το αρσ. ως ουσ.παράθυρος
(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος της πλαϊνής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].

Russian (Dvoretsky)

παράθῠρος:боковая дверь или калитка Plut.