ποσθία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0687.png Seite 687]] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0687.png Seite 687]] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />membre viril, <i>particul.</i> le prépuce, le gland.<br />'''Étymologie:''' [[πόσθη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποσθία''': ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως [[κριθή]], κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457. | |lstext='''ποσθία''': ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως [[κριθή]], κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[ακροβυστία]], η [[ακροποσθία]]<br /><b>2.</b> τοπικό [[οίδημα]] στα βλέφαρα, [[κριθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[ἀκροποσθία]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[ακροβυστία]], η [[ακροποσθία]]<br /><b>2.</b> τοπικό [[οίδημα]] στα βλέφαρα, [[κριθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[ἀκροποσθία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A foreskin, Ph.2.211. II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.
Greek (Liddell-Scott)
ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η ακροβυστία, η ακροποσθία
2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία.