σεληνίς: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0870.png Seite 870]] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0870.png Seite 870]] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite lune, ornement d'ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (<i>lat.</i> lunula).<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεληνίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν [[νόμισμα]], Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) [[φυλακτήριον]] ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) [[σελήνη]] Ι. 2, Φώτ.
|lstext='''σεληνίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν [[νόμισμα]], Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) [[φυλακτήριον]] ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) [[σελήνη]] Ι. 2, Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite lune, ornement d'ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (<i>lat.</i> lunula).<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:51, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνίς Medium diacritics: σεληνίς Low diacritics: σεληνίς Capitals: ΣΕΛΗΝΙΣ
Transliteration A: selēnís Transliteration B: selēnis Transliteration C: selinis Beta Code: selhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a. 2 an amulet worn by children, Hsch. 3 = σελήνη 1.2, Phot.

German (Pape)

[Seite 870] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite lune, ornement d'ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (lat. lunula).
Étymologie: σελήνη.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν νόμισμα, Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) φυλακτήριον ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) σελήνη Ι. 2, Φώτ.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους
2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου
3. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

σεληνίς: ίδος (ῐδ) ἡ (лат. lunula) луночка (отличительный знак серповидной формы на обуви римск. сенаторов) Plut.