στρούθειον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
(38) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>avec ou sans</i> [[μῆλον]];<br />, coing.<br />'''Étymologie:''' [[στρουθός]] II. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ. | |lstext='''στρούθειον''': [[μῆλον]], τό, [[εἶδος]] κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ [[μῆλον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· [[ὡσαύτως]] φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε [[στρουθίον]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρούθειος]]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στρούθειος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό,<br />[[στρούθειον]] [[μῆλον]], ου, τό, a [[kind]] of quince, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:07, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.
Greek (Liddell-Scott)
στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στρούθειος.
Middle Liddell
στρούθειον μῆλον, ου, τό,
στρούθειον μῆλον, ου, τό, a kind of quince, Anth.