συνδιανοέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-οοῦμαι;<br />délibérer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανοέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιανοέομαι''': ἀποθετ., διασκοποῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
|lstext='''συνδιανοέομαι''': ἀποθετ., διασκοποῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.
}}
{{bailly
|btext=-οοῦμαι;<br />délibérer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διανοέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιανοέομαι Medium diacritics: συνδιανοέομαι Low diacritics: συνδιανοέομαι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΝΟΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syndianoéomai Transliteration B: syndianoeomai Transliteration C: syndianoeomai Beta Code: sundianoe/omai

English (LSJ)

deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν . . Id.31.12.7.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.

Greek Monotonic

συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).

Middle Liddell


Dep. to deliberate with, τινι Polyb.