συνοδοιπορέω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunodoipore/w
|Beta Code=sunodoipore/w
|Definition=[[travel together]], τινι [[with]] one, Nic.Dam.<span class="title">Fr.</span>66.19 J., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>13</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>27.4</span> (ii A.D.).
|Definition=[[travel together]], τινι [[with]] one, Nic.Dam.<span class="title">Fr.</span>66.19 J., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>13</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>27.4</span> (ii A.D.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire route avec.<br />'''Étymologie:''' [[συνοδοιπόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοδοιπορέω''': ὁδοιπορῶ [[ὁμοῦ]], τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
|lstext='''συνοδοιπορέω''': ὁδοιπορῶ [[ὁμοῦ]], τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire route avec.<br />'''Étymologie:''' [[συνοδοιπόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπορέω Medium diacritics: συνοδοιπορέω Low diacritics: συνοδοιπορέω Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΕΩ
Transliteration A: synodoiporéō Transliteration B: synodoiporeō Transliteration C: synodoiporeo Beta Code: sunodoipore/w

English (LSJ)

travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.

Greek (Liddell-Scott)

συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.

Greek Monotonic

συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοδοιπορέω [συνοδοιπόρος] samen de weg afleggen.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω [from συνοδοίπορος]
to travel together, τινί with one, Luc.