σύναμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(6_6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en même temps avec, τινι ; <i>abs.</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνᾰμᾰ:''' и [[συνάμα]] adv. вместе, совместно (с), одновременно (с): σ. τινι Arst., Theocr. etc. одновременно с чем-л.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 999] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.

French (Bailly abrégé)

adv.
en même temps avec, τινι ; abs. ensemble.
Étymologie: σύν, ἅμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύναμᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, ὁμοῦ συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· ἔνθα φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· συχνάκις ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ ἑσπόμην, ― ὅπερ εἶναι τὸ πρῶτον ἴχνος τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ τύπος συνάμα εἶναι πλημμελής, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.

Russian (Dvoretsky)

σύνᾰμᾰ: и συνάμα adv. вместе, совместно (с), одновременно (с): σ. τινι Arst., Theocr. etc. одновременно с чем-л.