ταχυτής: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1077.png Seite 1077]] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie [[τάχος]], Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1077.png Seite 1077]] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie [[τάχος]], Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος (ἡ) :<br />vitesse, rapidité, agilité.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχῠτής''': ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. [[τάχος]]), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· [[ἥσσων]] ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ. | |lstext='''τᾰχῠτής''': ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. [[τάχος]]), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· [[ἥσσων]] ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 09:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83), quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.
German (Pape)
[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.
English (Autenrieth)
ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.
Greek Monolingual
-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.
Greek Monotonic
τᾰχῠτής: -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠτής: ῆτος, дор. τᾰχῠτάς, ᾰτος ἡ скорость, быстрота, проворство Hom., Her., Plat., Arst. etc.
Middle Liddell
τᾰχῠτής, ῆτος, δοριξ τᾰχῠτᾱ/ς, ᾶτος, ἡ, [from τᾰχῠ́ς]
quickness, swiftness, Hom., Hdt., Plat.