συσχολαστής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1046.png Seite 1046]] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1046.png Seite 1046]] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />condisciple.<br />'''Étymologie:''' [[συσχολάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συσχολαστής''': -οῦ, ὁ, [[συμφοιτητής]], [[συμμαθητής]], Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος [[παρά]] τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829. | |lstext='''συσχολαστής''': -οῦ, ὁ, [[συμφοιτητής]], [[συμμαθητής]], Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος [[παρά]] τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, school-fellow, fellow-student, Phld.Acad.Ind. p.91 M., D.H.Rh.9.12, Plu.2.47e, BCH32.430 (Delos); σ. τινός Zeno ap.D.L.7.9; τινὸς παρά τινι Str.13.1.67.--The word is noted as not Att. by Phryn.378 and prob. by Thom.Mag.p.337 R. (where codd. have σχολαστάς).
German (Pape)
[Seite 1046] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συσχολάζω.
Greek (Liddell-Scott)
συσχολαστής: -οῦ, ὁ, συμφοιτητής, συμμαθητής, Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος παρά τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829.
Greek Monolingual
ὁ, Α συσχολάζω
1. αυτός που έχει σχόλη μαζί με κάποιον άλλον
2. (κατ' επέκτ.) συμμαθητής, συμφοιτητής.
Russian (Dvoretsky)
συσχολαστής: οῦ ὁ школьный товарищ Plut., Diog. L.