τεχνολόγος: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1104.png Seite 1104]] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui traite d'un art <i>ou</i> des règles d'un art.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνολόγος''': -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ. | |lstext='''τεχνολόγος''': -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:00, 2 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, writer on the art of rhetoric, Phld.Rh.1.203 S. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1104] von den Künsten, von einer Kunst od. Wissenschaft redend, eine Wissenschaft kunstgemäß abhandelnd, bes. von der Rhetorik u. Grammatik; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui traite d'un art ou des règles d'un art.
Étymologie: τέχνη, λόγος.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν
αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τεχνολογία
2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης
3. αυτός που μιλά με τέχνη
4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -λόγος].
Greek Monotonic
τεχνολόγος: -ον, αυτός που πραγματεύεται κάτι κατά τους κανόνες της τέχνης.
Middle Liddell
τεχνο-λόγος, ον,
treating by rules of art.