τἀπί: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] att. zsgz. statt τὰ ἐπί. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] att. zsgz. statt τὰ ἐπί. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>crase att. p.</i> τὰ [[ἐπί]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τἀπί''': κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ. | |lstext='''τἀπί''': κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgz. statt τὰ ἐπί.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἐπί.
Greek (Liddell-Scott)
τἀπί: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐπί· ― τἀπιεικῆ, ἀντὶ τὰ ἐπιεικῆ.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν
άκλ. (στη σουλτανική Τουρκία)
τίτλος ιδιοκτησίας, συνώνυμος του φόρου ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στο τουρκικό δημόσιο για να επιτραπεί η μεταβίβαση δημόσιων γαιών σε καλλιεργητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tapu].
(II)
το, Ν
άκλ. φρ. «έμεινα ταπί» — έμεινα χωρίς χρήματα, είμαι τελείως απένταρος, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabī «νικημένος, υποτελής»].
(III)
(τἀπί) Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐπί.
Greek Monotonic
τἀπί: κράση αντί τὰ ἐπί· τἀπιεικῆ αντί τὰ ἐπιεικῆ· τἀπιτίμια αντί τὰ ἐπιτίμια· τἀπίχειρα αντί τὰ ἐπίχειρα.
Russian (Dvoretsky)
τἀπί: in crasi = τὰ ἐπί.