φύξιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1316.png Seite 1316]] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la fuite ; τὸ [[φύξιον]] lieu d'asile <i>ou</i> de refuge.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύξιος''': -ον, ὁ τῆς φυγῆς, [[φύξιον]] οἶτον, «[[φύξιος]] δὲ [[οἶτος]] [[ἐνταῦθα]] ὁ [[θάνατος]], δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ [[Διός]], Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ. | |lstext='''φύξιος''': -ον, ὁ τῆς φυγῆς, [[φύξιον]] οἶτον, «[[φύξιος]] δὲ [[οἶτος]] [[ἐνταῦθα]] ὁ [[θάνατος]], δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ [[Διός]], Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[φύξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]]<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]]. | |mltxt=-ον, Α [[φύξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυγή]]<br /><b>2.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε [[φυγή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A of banishment, οἶτος A.R.4.699. 2 putting to flight, epithet of Zeus, Apollod.1.9.1, cf. Lyc.288, Paus.2.21.2, Supp.Epigr.7.894.9 (Gerasa, i A. D.); of Apollo, Philostr.Her.10.4, Suid.
German (Pape)
[Seite 1316] ον, zur Flucht gehörig, sie befördernd. – Bei Apolld. 1, 9,1 Beiwort des Zeus.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la fuite ; τὸ φύξιον lieu d'asile ou de refuge.
Étymologie: φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φύξιος: -ον, ὁ τῆς φυγῆς, φύξιον οἶτον, «φύξιος δὲ οἶτος ἐνταῦθα ὁ θάνατος, δι’ ὃν καταφεύγουσι. (ἔγνω δέ, φησίν, ἡ Κίρκη τὸν Ἰάσονα φόνον δεδρακότα)» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 699. 2) ὁ βοηθῶν τοῖς φυγάσι, καὶ πρὸς ὃν καταφεύγουσι, ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἀπολλόδ. 1. 9, 1, πρβλ. Λυκόφρ. 288, Staveren Hygm. Fab. 3· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Φιλόστρ. 710, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α φύξις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυγή
2. αυτός που οδηγεί κάποιον να τραπεί σε φυγή.