ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[envolverse en]], [[vestirse]] ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74. | |dgtxt=[[envolverse en]], [[vestirse]] ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74. | |lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
English (LSJ)
Med., fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.
Spanish (DGE)
envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.
French (Bailly abrégé)
se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
Greek Monolingual
ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.
Greek Monotonic
ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιστέλλομαι: окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.