ἀνεξεύρετος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; [[πλῆθος]] Arist. mund. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; [[πλῆθος]] Arist. mund. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐξευρίσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8. | |lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:17, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not to be found out, ἀριθμός Th. 3.87, cf. Hellanic.194J., Arist.Mu.392a17, Plu.2.964a.
Spanish (DGE)
ἀνεξεύρετος, -ον
• Alolema(s): ἀνεξεύρητος Hippol.Haer.5.7 (p.79.9)
ininvestigable, que no se puede investigar, ἀριθμός Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.Mu.392a17, ἀ. καὶ ἀδιάφθορος ... γενεά Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; πλῆθος Arist. mund. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.
Étymologie: ἀ, ἐξευρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξεύρετος: -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου ἀνεύρετος ἀριθμὸς Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξεύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
Greek Monotonic
ἀνεξεύρετος: -ον (ἐξευρίσκω), αυτός που δεν βρίσκεται, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξεύρετος: не поддающийся установлению (ἀριθμός Thuc.; τὸ τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arst.).