ἀνιερόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dedicar]], [[consagrar]] c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν [[δέκα]] ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>b</sup>5, τοῦτο <i>SB</i> 7245.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>c. dat. θεῷ τινι Dam.<i>Pr</i>.262<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.<i>Cor</i>.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ <i>SB</i> 9801.2 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν [[LXX]] 1<i>Es</i>.9.4, cf. <i>PTeb</i>.84.10 (II a.C.), <i>SB</i> 9935.27 (II a.C.), <i>BGU</i> 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ [[βοτάνη]] ἀνιέρωται <i>PMag</i>.4.2975<br /><b class="num">•</b>γῆ ἀνιερωμένη [[tierra consagrada]], <i>PTeb</i>.60.10 (II a.C.), <i>SB</i> 5280<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.<i>Prot</i>.4.49.<br /><b class="num">2</b> [[consagrar a las divinidades infernales]], [[maldecir]] ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι <i>SIG</i> 1179 (Cnido).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dedicar]], [[consagrar]] c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν [[δέκα]] ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.<i>Oec</i>.1346<sup>b</sup>5, τοῦτο <i>SB</i> 7245.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>c. dat. θεῷ τινι Dam.<i>Pr</i>.262<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.<i>Cor</i>.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ <i>SB</i> 9801.2 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν [[LXX]] 1<i>Es</i>.9.4, cf. <i>PTeb</i>.84.10 (II a.C.), <i>SB</i> 9935.27 (II a.C.), <i>BGU</i> 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ [[βοτάνη]] ἀνιέρωται <i>PMag</i>.4.2975<br /><b class="num">•</b>γῆ ἀνιερωμένη [[tierra consagrada]], <i>PTeb</i>.60.10 (II a.C.), <i>SB</i> 5280<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.<i>Prot</i>.4.49.<br /><b class="num">2</b> [[consagrar a las divinidades infernales]], [[maldecir]] ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι <i>SIG</i> 1179 (Cnido).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱερόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιερόω''': ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως [[ἤτοι]] παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.
|lstext='''ἀνιερόω''': ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως [[ἤτοι]] παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱερόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐερόω Medium diacritics: ἀνιερόω Low diacritics: ανιερόω Capitals: ΑΝΙΕΡΟΩ
Transliteration A: anieróō Transliteration B: anieroō Transliteration C: anieroo Beta Code: a)niero/w

English (LSJ)

dedicate, devote, Arist.Oec.1346b5; τινί τι Plu.Cor.3:—Pass., PTeb.60.10 (ii B. C.), BGU1202.5 (i B.C.), etc.: used of persons invoking the wrath of the gods upon themselves or others in case of breach of faith, SIG1179 (Cnidus).

Spanish (DGE)

1 dedicar, consagrar c. ac. de cosa ὥστε συνέβαινεν ἐν δέκα ἔτεσι κεῖνόν τε ἅπαντα ἔχειν ἅπερ ἀνιέρωσε Arist.Oec.1346b5, τοῦτο SB 7245.3 (III a.C.)
c. dat. θεῷ τινι Dam.Pr.262
c. ac. y dat. ἐπινίκιον ... Διοσκόροις Plu.Cor.3, τῷ δὲ Διονύσῳ τὴν πίτυν Plu.2.676a, κηπόταφον Μαξίμῳ SB 9801.2 (III d.C.)
abs. ἀνιερώσαντος βασιλέως Ταρκυνίου D.H.6.95
en v. pas. ἀνιερωθήσονται τὰ κτήνη αὐτῶν LXX 1Es.9.4, cf. PTeb.84.10 (II a.C.), SB 9935.27 (II a.C.), BGU 1202.5 (I a.C.), ᾧ ἡ βοτάνη ἀνιέρωται PMag.4.2975
γῆ ἀνιερωμένη tierra consagrada, PTeb.60.10 (II a.C.), SB 5280
c. ac. de pers. Ἀντίνοον ... ὡς Γανυμήδην ὁ Ζεύς Clem.Al.Prot.4.49.
2 consagrar a las divinidades infernales, maldecir ἀνιεροῖ Ἀρτεμεὶς Δάματρι, Κούραι, θεοῖς παρὰ Δάματρι πᾶσι SIG 1179 (Cnido).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consacrer.
Étymologie: ἀνά, ἱερόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιερόω: ἀφιερῶ, ἀνατίθημι, Ἀριστοφ. Οἰκ. 2. 2· τινί τι Πλουτ. Κορ. 3: ἐν χρήσει περὶ ἀνθρώπων ἐπικαλουμένων τὴν μῆνιν τῶν θεῶν ἐφ’ ἑαυτοὺς ἢ ἑτέρους, ἐν περιπτώσει κακῆς πίστεως ἤτοι παραβάσσεως τῶν ὑπεσχημένων, Newton Ἐπιγρ. 81, κἑξ.

Greek Monotonic

ἀνιερόω: μέλ. -ώσω, αφιερώνω, αναθέτω, τί τινι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιερόω:
1) освящать (τι Arst.);
2) посвящать (τι θεῷ τινι Plut.).

Middle Liddell

to dedicate, devote, τί τινι Plut.