ἀνηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.<i>O</i>.9.80, <i>IG</i> 7.2466.7 (Tebas II a.C.)<br /><b class="num">I</b> [[avanzar]], [[conducir]] εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.<br /><b class="num">•</b>part. ἀναγεόμενος [[conductor]], [[jefe]] de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[narrar]] βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.<i>N</i>.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.<i>I</i>.6.56, cf. Hdt.5.4.<br /><b class="num">2</b> [[tratar]] con alguien, [[hablar]] con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου <i>POxy</i>.292.8 (I d.C.).
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.<i>O</i>.9.80, <i>IG</i> 7.2466.7 (Tebas II a.C.)<br /><b class="num">I</b> [[avanzar]], [[conducir]] εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.<br /><b class="num">•</b>part. ἀναγεόμενος [[conductor]], [[jefe]] de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[narrar]] βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.<i>N</i>.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.<i>I</i>.6.56, cf. Hdt.5.4.<br /><b class="num">2</b> [[tratar]] con alguien, [[hablar]] con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου <i>POxy</i>.292.8 (I d.C.).
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />passer en revue, énumérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι [[στόμα]] πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., [[εἴην]] εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι [[πρόσφορος]] ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ [[προβαίνω]] ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.
|lstext='''ἀνηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι [[στόμα]] πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., [[εἴην]] εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι [[πρόσφορος]] ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ [[προβαίνω]] ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />passer en revue, énumérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγέομαι Medium diacritics: ἀνηγέομαι Low diacritics: ανηγέομαι Capitals: ΑΝΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anēgéomai Transliteration B: anēgeomai Transliteration C: anigeomai Beta Code: a)nhge/omai

English (LSJ)

Dor. ἀνᾱγ-, A relate, rehearse, Pi.N.10.19, cf. I.6(5).56, Hdt.5.4. 2 intr., ἀ. πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ advance worthily in the Muses' car, Pi.O.9.80.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.O.9.80, IG 7.2466.7 (Tebas II a.C.)
I avanzar, conducir εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.
part. ἀναγεόμενος conductor, jefe de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων IG l.c.
II 1narrar βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.N.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.I.6.56, cf. Hdt.5.4.
2 tratar con alguien, hablar con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου POxy.292.8 (I d.C.).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
passer en revue, énumérer.
Étymologie: ἀνά, ἡγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι στόμα πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 (ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ προβαίνω ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.

Greek Monotonic

ἀνηγέομαι: Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
1. μιλώ όπως σε διήγηση, αφηγούμαι, απαριθμώ, συσχετίζω, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. αμτβ., προβαίνω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγέομαι: дор. ἀνᾱγέομαι
1) обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v.l. ἀπηγέομαι);
2) продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).

Middle Liddell


1. Dep. to tell as in a narrative, relate, recount, Pind., Hdt.
2. intr. to advance, Pind.