ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ον, (λέγω) levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)