ἁγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] dor. für [[ἡγέομαι]], Pind.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0012.png Seite 12]] dor. für [[ἡγέομαι]], Pind.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁγέομαι''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἡγέομαι]], Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς [[ἡγέομαι]].
|lstext='''ἁγέομαι''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἡγέομαι]], Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς [[ἡγέομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 14:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγέομαι Medium diacritics: ἁγέομαι Low diacritics: αγέομαι Capitals: ΑΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: hagéomai Transliteration B: hageomai Transliteration C: ageomai Beta Code: a(ge/omai

English (LSJ)

Dor. for ἡγέομαι· τὰ ἁγημενα custom, prescription, Orac. ap.D.43.66.

German (Pape)

[Seite 12] dor. für ἡγέομαι, Pind.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγέομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἡγέομαι, Πίνδ. τὰ ἁγημένα, τὰ νενομισμένα, Χρησμ. παρὰ Δημοσθ. 1072, 27. Οὗτος ὁ τύπος ἀπαντᾷ καὶ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδότου, ὡς 2, 69, 72, 115, κτλ., ἀλλὰ διορθοῦται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν εἰς ἡγέομαι.

English (Slater)

ᾱγέομαι
   1 lead, guide
   a abs., μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον (P. 10.45) Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. 67.
   b c. gen., be leader in πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις (P. 4.248) φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (N. 5.25)

Greek Monotonic

ἁγέομαι: Δωρ. αντί ἡγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁγέομαι: (ᾱγ) дор. = ἡγέομαι.