ἄψυκτος: Difference between revisions
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne peut être rafraîchi <i>ou</i> refroidi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψύχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄψυκτος''': -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, [[ὁπότε]] ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α. | |lstext='''ἄψυκτος''': -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, [[ὁπότε]] ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): lat. apsyctos Plin.HN 37.148
1 que no se puede enfriar subst. τὸ ἄ. Pl.Phd.106a.
2 subst. mineral. ἡ ἄ. n. de un tipo de lignito Plin.l.c.
German (Pape)
[Seite 421] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut être rafraîchi ou refroidi.
Étymologie: ἀ, ψύχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψυκτος: -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, ὁπότε ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α.
Greek Monolingual
και άψυχτος, -η, -ο (Α ἄψυκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί.
Greek Monotonic
ἄψυκτος: -ον (ψύχω), αυτός που δεν είναι ικανός να παγώσει, μη ψυχόμενος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψυκτος: не охлаждающийся, не остывающий Plat.