Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλατός: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> del metal [[dúctil]], [[maleable]] χαλκός Arist.<i>Mete</i>.386<sup>b</sup>19, cf. 385<sup>a</sup>16, Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.73.11.<br /><b class="num">2</b> [[batido]], [[forjado]] χαλκός Ph.<i>Bel</i>.77.29, Hero <i>Bel</i>.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, <i>SB</i> 12648.38 (IV d.C.), <i>DP</i> 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ [[LXX]] 2<i>Pa</i>.9.16, θώρακες Iul.<i>Or</i>.3.57b, [[ἄντυξ]] Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ [[LXX]] <i>Nu</i>.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas</i> e.d. conviértelos en láminas</i> [[LXX]] <i>Nu</i>.17.3<br /><b class="num">•</b>de figuras [[repujado]] θεοί Thphl.Ant.<i>Autol</i>.1.1.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> del metal [[dúctil]], [[maleable]] χαλκός Arist.<i>Mete</i>.386<sup>b</sup>19, cf. 385<sup>a</sup>16, Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.73.11.<br /><b class="num">2</b> [[batido]], [[forjado]] χαλκός Ph.<i>Bel</i>.77.29, Hero <i>Bel</i>.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, <i>SB</i> 12648.38 (IV d.C.), <i>DP</i> 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ [[LXX]] 2<i>Pa</i>.9.16, θώρακες Iul.<i>Or</i>.3.57b, [[ἄντυξ]] Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ [[LXX]] <i>Nu</i>.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas</i> e.d. conviértelos en láminas</i> [[LXX]] <i>Nu</i>.17.3<br /><b class="num">•</b>de figuras [[repujado]] θεοί Thphl.Ant.<i>Autol</i>.1.1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ductile <i>en parl. d'un métal</i> ; martelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ductile <i>en parl. d'un métal</i> ; martelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτός Medium diacritics: ἐλατός Low diacritics: ελατός Capitals: ΕΛΑΤΟΣ
Transliteration A: elatós Transliteration B: elatos Transliteration C: elatos Beta Code: e)lato/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐλαύνω) of metal, A ductile, Arist.Mete.385a16, etc. II beaten, POxy.85ii16 (iv A.D.); χαλκός HeroBel.96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; of beaten work, σάλπιγγες LXXNu.10.2; θώρακες Jul.Or.2.57b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 del metal dúctil, maleable χαλκός Arist.Mete.386b19, cf. 385a16, Alex.Aphr.Quaest.73.11.
2 batido, forjado χαλκός Ph.Bel.77.29, Hero Bel.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, SB 12648.38 (IV d.C.), DP 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ LXX 2Pa.9.16, θώρακες Iul.Or.3.57b, ἄντυξ Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ LXX 3Re.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ LXX Nu.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas e.d. conviértelos en láminas LXX Nu.17.3
de figuras repujado θεοί Thphl.Ant.Autol.1.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ductile en parl. d'un métal ; martelé.
Étymologie: ἐλαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλατός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐλαύνω, ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. χαλκός, ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.

Greek Monolingual

ο
βλ. έλατο.
-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία της έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτός: [adj. verb. к ἐλαύνω тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).