ἐρύγμηλος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mugit, mugissant.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
|lstext='''ἐρύγμηλος''': -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ [[ἐρίμυκος]]. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mugit, mugissant.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠγμηλος Medium diacritics: ἐρύγμηλος Low diacritics: ερύγμηλος Capitals: ΕΡΥΓΜΗΛΟΣ
Transliteration A: erýgmēlos Transliteration B: erygmēlos Transliteration C: erygmilos Beta Code: e)ru/gmhlos

English (LSJ)

η, ον, (ἐρῠγεῖν) A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580. II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).

German (Pape)

[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).

English (Autenrieth)

(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.

Greek Monolingual

ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].

Greek Monotonic

ἐρύγμηλος: -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρύγμηλος: издающий громкое мычание, мычащий (ταῦρος Hom.).

Middle Liddell

ἐρύγμηλος, η, ον [ἐρῠγεῖν]
loud-bellowing, Il.