ἐϋκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)u+knh/mis
|Beta Code=e)u+knh/mis
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-greaved]], freq. in nom. and acc. pl. [[ἐϋκνήμῑδες]], [[ἐϋκνήμῑδας]], in Il. always [[epithet]] of Ἀχαιοί <span class="bibl">1.17</span>, al.; in Od. also of [[ἑταῖροι]], <span class="bibl">2.402</span>, <span class="bibl">9.550</span>: gen. sg. as fem., -<b class="b3">κνήμῑδος Ἰτώνης</b> Poet. ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>519.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with goodly spokes]], ἀπήνη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>7.140</span>.</span>
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[well-greaved]], freq. in nom. and acc. pl. [[ἐϋκνήμῑδες]], [[ἐϋκνήμῑδας]], in Il. always [[epithet]] of Ἀχαιοί <span class="bibl">1.17</span>, al.; in Od. also of [[ἑταῖροι]], <span class="bibl">2.402</span>, <span class="bibl">9.550</span>: gen. sg. as fem., -<b class="b3">κνήμῑδος Ἰτώνης</b> Poet. ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>519.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with goodly spokes]], ἀπήνη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>7.140</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐϋκνήμῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, [[καθόλου]] [[εὔοπλος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, [[ἀπήνη]] Νόνν. Δ. 7. 140.
|lstext='''ἐϋκνήμῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, [[καθόλου]] [[εὔοπλος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, [[ἀπήνη]] Νόνν. Δ. 7. 140.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋκνήμῑς Medium diacritics: ἐϋκνήμις Low diacritics: εϋκνήμις Capitals: ΕΫΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: eüknḗmis Transliteration B: euknēmis Transliteration C: eyknimis Beta Code: e)u+knh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, in Il. always epithet of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., -κνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1. II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn.D.7.140.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.

Greek Monolingual

ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλικνήμης, δασυκνήμης].

Greek Monotonic

ἐϋκνήμῑς: -ῖδος, ἡ, καλά εξοπλισμένος με περικνημίδες, πάνοπλος, Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. ἐυκνημῖδες, -ῖδας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος adj. κνημίς с красивыми наголенниками, «пышнопоножий», по друг. κνήμη с красивыми голенями (Ἀχαιοί Hom.).