ἔκβρωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. [[πρίσμα]], Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. [[πρίσμα]], Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />entaille (faite par une scie).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβρωμα''': τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
|lstext='''ἔκβρωμα''': τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />entaille (faite par une scie).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρωμα Medium diacritics: ἔκβρωμα Low diacritics: έκβρωμα Capitals: ΕΚΒΡΩΜΑ
Transliteration A: ékbrōma Transliteration B: ekbrōma Transliteration C: ekvroma Beta Code: e)/kbrwma

English (LSJ)

ατος, τό, anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
viruta, serrín πρίονος ἐκβρώματ' S.Tr.700, cf. Arist.HA 625a9.

German (Pape)

[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.

Greek Monolingual

ἔκβρωμα, το (Α)
1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος
2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.

Greek Monotonic

ἔκβρωμα: -ατος, τό (ἐκβιβρώσκω), οτιδήποτε κατατρώγεται, πρίονος ἔκβ., «πριονίδια», σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκβρωμα: ατος τό досл. выеденное, разъеденное, перен. опилки Soph., Arst.

Middle Liddell

ἔκβρωμα, ατος, τό, ἐκβιβρώσκω
anything eaten out, πρίονος ἔκβ. saw- dust, Soph.